>άρθρα
xpressway to yr skull
προηγούμενο
επόμενο

για την κατάργηση της γλώσσας

john zerzan

μετάφραση: ι.π.

δημοσιεύτηκε στο φανζίν suckerpunch #1

 

Η Ιστορία, σύμφωνα με τους; Peterson και Goodall (1993), είναι σημαδεμένη από μια αμνησία για το από που ήρθαμε. Στο σημαντικό Visions of Caliban υποστήριξαν επίσης ότι η μεγάλη μας αμνησία μπορεί πολύ καλά να ξεκίνησε με τη γλώσσα, την πρωταρχική συσκευή του συμβολικού κόσμου. Η συγκριτικός γλωσσολόγος Mary LeCron Foster (1978, 1980) πιστεύει ότι η γλώσσα είναι ίσως λιγότερο από 50.000 χρόνια παλιά και ξεκίνησε με τις πρώτες τάσεις προς την τέχνη, τη τελετουργική και κοινωνική διαφοροποίηση. Ο λεκτικός συμβολισμός είναι το κύριο μέσο της εγκαθίδρυσης, ορισμού και συντήρησης του πολιτιστικού κόσμου και της δόμησης της ίδιας μας της σκέψης.
Όπως είπε κάπου ο Hegel, το να αμφισβητείς τη γλώσσα ισοδυναμεί με το να αμφισβητείς το είναι. Είναι πολύ σημαντικό, όμως, να αντισταθούμε σε τέτοιες υπερβολές και να δούμε τη διαφορά, τουλάχιστον, μεταξύ της πολιτιστικής σημασίας της γλώσσας και τους ενυπάρχοντες περιορισμούς της. Το να υποστηρίζουμε ότι εμείς και ο κόσμος δεν είμαστε τίποτε πέρα από γλωσσολογικές δημιουργίες είναι απλά ένας άλλος τρόπος του να πούμε πόσο διεστραμμένος και κυριαρχικός είναι ο συμβολικός πολιτισμός. Αλλά ο ισχυρισμός του Hegel είναι παρατραβηγμένος, και ο ισχυρισμός του george Herbert Mead (1934) ότι για να έχει κάποιος νόηση πρέπει να έχει και γλώσσα είναι ομοίως υπερβολικός και λανθασμένος.
Η γλώσσα μεταμορφώνει το νόημα και την επικοινωνία αλλά δεν είναι συνώνυμη μ΄ αυτά. Η σκέψη, όπως αντιλήφθηκε ο Vendler (1967), είναι ουσιωδώς ανεξάρτητη από τη γλώσσα. Μελέτες ασθενών και άλλων που στερόντουσαν όλες τις εκφάνσεις της ομιλίας και της γλώσσας δείχνουν ότι η νόηση παραμένει δυνατή εν τη απουσία αυτών των στοιχείων (Lacours και Joanette 1980, Donald 1991). Ο ισχυρισμός ότι η γλώσσα διευκολύνει σημαντικά τη σκέψη είναι ομοίως αμφισβητήσιμος, στο βαθμό που προηγούμενα πειράματα με παιδιά και ενήλικες δεν επέδειξαν κάτι τέτοιο (G.Cohen 1977). Η γλώσσα προφανώς δεν είναι μια αναγκαία συνθήκη για τη σκέψη (βλέπε Kertesz 1988, Jansons 1988).
Η λεκτική επικοινωνία είναι μέρος της απομάκρυνσης από την πρόσωπο-με-πρόσωπο κοινωνική πραγματικότητα, καθιστώντας δυνατό το σωματικό διαχωρισμό. Η λέξη πάντα στέκεται ανάμεσα σε ανθρώπους που θέλουν να συνδεθούν μεταξύ τους, διευκολύνοντας τη μείωση αυτών που δε χρειάζεται να λεχθούν φωναχτά για να ειπωθούν. Το ότι έχουμε ξεπέσει από ένα μη-γλωσσικό στάδιο αρχίζει να δείχνει μια υγιής άποψη. Αυτή η διαίσθηση μπορεί να βρίσκεται πίσω από την κρίση του George W. Μorgan ότι "Τίποτε, πραγματικά, δεν υπόκειται περισσότερο στην υποτίμηση και την υποψία στον απογυμνωμένο από μαγεία κόσμο μας απ΄ ότι η λέξη". Η επικοινωνία έξω από τον πολιτισμό περιελάμβανε όλες τις αισθήσεις, μια κατάσταση που συνδεόταν με τις κεντρικές συνήθειες των τροφοσυλλεκτών- κυνηγών για ανοιχτή επαφή και μοίρασμα. Η γλώσσα μας έσπρωξε στην κοινωνία των διαχωρισμένων και μειωμένων αισθήσεων, και θεωρούμε αυτή την αποστέρηση αισθήσεων δεδομένη σα να ήταν μια φυσική κατάσταση, ακριβώς όπως θεωρούμε τη γλώσσα δεδομένη.
Ο πολιτισμός και η τεχνολογία υπάρχουν εξαιτίας της γλώσσας. Πολλοί έχουν δει το λόγο, με τη σειρά του, ως μέσο συντονισμού της δουλειάς, δηλαδή, ένα σημαντικό κομμάτι της τεχνικής της παραγωγής. Η γλώσσα είναι οριακής σημασίας για το σχηματισμό των κανόνων της δουλειάς και του επακόλουθου καταμερισμού της εργασίας, με τις εξειδικεύσεις και τις κανονικοποποιήσεις της αρτι-γεννώμενης οικονομίας να παραλληλίζουν αυτές της γλώσσας. Οδηγούμενο πλέον από το συμβολισμό, ένα νέο είδος σκέψης σχηματίζεται, που πραγματοποιεί τον εαυτό του στον πολιτισμό και τη τεχνολογία. Η αλληλοεξαρτησία της γλώσσας και της τεχνολογίας είναι τουλάχιστον τόσο φανερή όσο αυτή της γλώσσας και του πολιτισμού, και έχει ως αποτέλεσμα μια επιταχυνόμενη κυριαρχία πάνω στο φυσικό κόσμο ουσιαστικά παρόμοια με τον έλεγχο πάνω στο κάποτε αυτόνομο και αισθαντικό άτομο.
Ο Noam Chomasky, ηγετικός θεωρητικός γλωσσολόγος, διαπράττει ένα σοβαρό και αντιδραστικό ατόπημα παρουσιάζοντας τη γλώσσα ως ένα "φυσικό" χαρακτηριστικό της "ουσιώδους ανθρώπινης φύσης" έμφυτο και ανεξάρτητο από την κουλτούρα. (1996β, 1992). Η καρτεσιανή προοπτική του θεωρεί το νου ως μια αφηρημένη μηχανή που είναι απλά προορισμένο να παράγει συμβολοσειρές και να τις χειρίζεται. Θεωρήσεις όπως η προέλευση της αποξένωσης δεν έχουν θέση σ΄ αυτή τη στείρα σκευωρία της τεχνολογίας. Ο Lieberman (1975) παρέχει μια συναπτή και θεμελιώδη διόρθωση: "Η ανθρώπινη γλώσσα θα μπορούσε να αναδυθεί μόνο σε σχέση με τη συνολική ανθρώπινη κατάσταση".
Η αρχική σημασία της λέξεως ορίζω είναι θέτω όρια ή φέρνω σε πέρας (στο κείμενο η αναφορά γίνεται στη λέξη define, που ομοίως η αρχική της σημασία στα Λατινικά είναι θέτω όρια ή πεπερατώνω). Η γλώσσα δείχνει συχνά να κλείνει μια εμπειρία, και όχι να μας βοηθά να είμαστε ανοιχτοί στις εμπειρίες. Όταν ονειρευόμαστε, ότι συμβαίνει δεν εκφράζεται με λέξεις. ακριβώς όπως και οι ερωτευμένοι επικοινωνούν στο βαθύτερο επίπεδο χωρίς λεκτικούς συμβολισμούς. Τι προώθησε η γλώσσα που προώθησε πραγματικά και το ανθρώπινο πνεύμα; Στα 1976 ο Von Glasesfeld αναρωτιόταν "αν σε κάποια μελλοντική εποχή, θα δείχνει τόσο προφανές το ότι η γλώσσα βοήθησε την επιβίωση της ζωής σ΄ αυτό τον πλανήτη".
Ο αριθμητικός συμβολισμός είναι επίσης θεμελιώδους σημασίας στην ανάπτυξη ενός πολιτιστικού κόσμου. Σε πολλές πρωτόγονες κοινωνίες θεωρούταν -και θεωρείται- ατυχία να μετράει κανείς τα πλάσματα που είναι ζωντανά, μια συμπεριφορά αντι-πραγμοποίησης σχετιζόμενη με την κοινή πρωτογονιστική θεώρηση ότι το να ονομάζεις κάποιον ισοδυναμεί με το να αποκτάς εξουσία πάνω του. Το μέτρημα -όπως και η κατανομασία- είναι μέρος της διαδικασίας εξημέρωσης. Ο καταμερισμός της εργασίας δανείζει τον εαυτό του στο ποσοτικοποιήσιμο, σε αντίθεση με ότι είναι ολόκληρο από μόνο του, μοναδικό, μη-κατακερματισμένο. Ο αριθμός είναι επίσης αναγκαίος για την έμφυτη αφαίρεση στην ανταλλαγή των εμπορευμάτων και είναι προαπαιτούμενος για την εκκίνηση της επιστήμης και της τεχνολογίας. Η τάση για μέτρηση εμπεριέχει ένα παραμορφωμένο είδος γνώσης που επιζητά έλεγχο πάνω στο αντικείμενό της, και όχι κατανόησή του.